νεφρωδης

νεφρωδης
    νεφρώδης
    νεφρ-ώδης
    2
    Arst. = νεφροειδής См. νεφροειδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νεφρωδης" в других словарях:

  • νεφρώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) νεφρώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεφρώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφρώδης — νεφρώδης, ῶδες (Α) [νεφρός] νεφροειδής, με σχήμα νεφρού …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»